φως

φως
Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927-35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη.
* * *
-ωτός, το / φῶς, ΝΜΑ, και ασυναίρ. αιολ. τ. φάος, φάεος και επικ. τ. φόως και παμφυλιακός τ. φάFος Α
1. το αίτιο που διεγείρει το αισθητήριο τής όρασης, η φωτεινή ακτινοβολία που καθιστά ορατά τα αντικείμενα (α. «στο φως τής ημέρας φαίνεται καλύτερα το χρώμα τών μαλλιών της» β. «Μυρμιδόνων τὸν ἄριστον ἄτι ζώοντος ἐμεῑο χερσὶν ὑπὸ Τρῴων λείψειν φάος ἠελίοιο», Ομ. Ιλ.)
2. το σύνολο τών φωτεινών ακτινών που εκπέμπονται από μια φωτεινή πηγή (α. «διάβαζε τη νύχτα στο φως τού λυχναριού» β. «λύχνον ἔχουσα φάος περικαλλὲς ἐποίει», Ομ. Οδ.)
3. προσφώνηση αγαπημένου προσώπου (α. «παιδί μου, φως μου!» β. «ἦλθες Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος», Ομ. Οδ.)
4. εκκλ. α) ο Θεός ως η κατ' εξοχήν πηγή φωτεινής ακτινοβολίας («φῶς ἐκ φωτός, θεὸν ἀληθινόν, ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα», Σύμβολο τής Πίστεως)
β) ο Ιησούς Χριστός
γ) η Αγία Τριάδα
δ) οι άγγελοι, οι απόστολοι και, τέλος, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες
5. μτφ. λάμψη (α. «τα μάτια της ήταν γεμάτα φως» β. «λέγεται φῶς τῷ Κύρῳ και τῷ στρατεύματι ἐκ τοῡ ουρανοῡ προφανὲς γενέσθαι», Ξεν.)
6. ως κύριο όν. Φως
μυθ. τέκνο τού Γένους, αδελφός τού Πυρός και τής Φλογός
7. φρ. «φως ιλαρόν»
εκκλ. αρχαιότατος ύμνος που ψάλλεται από τους ιερείς τη στιγμή που εισοδεύουν στο Ιερό Βήμα κατά την Ακολουθία τού Εσπερινού
νεοελλ.
1. φυσ. περιληπτική ονομασία τών ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών που εκπέμπονται από σώματα τα οποία φέρονται σε υψηλές θερμοκρασίες ερυθροπύρωσης και λευκοπύρωσης ή διεγείρονται ως αποτέλεσμα τής απορρόφησης διαφόρων μορφών ενέργειας, όπως συμβαίνει στη φωταύγεια, ακτινοβολιών που αποτελούνται από ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκος από 400 έως 780 περίπου νανόμετρα, διαδίδονται στο κενό με ταχύτητα 300.000 περίπου χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο και αποτελούν πηγή ενέργειας απαραίτητη για τη ζωή τόσο τών ζώων όσο και τών φυτών στον πλανήτη μας
2. συνεκδ. ο φωτισμός («χαμήλωσε το φως σέ παρακαλώ»)
3. ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων
4. μτφ. α) η όραση («μετά από το ατύχημα έχασε το φως της»)
β) χρήμα («από τη δουλειά αυτή δεν πρόκειται να δούμε φως»)
5. στον πληθ. τα φώτα
μτφ. γνώσεις, σοφία (α. «η Αθήνα, η πόλη τών φώτων» β. «εδώ χρειάζονται οπωσδήποτε τα φώτα σου»)
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Φώτα
εκκλ. η εορτή τών Θεοφανίων
7. φρ. α) «άγιο φως»
εκκλ. το αναστάσιμο φως που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο τού Χριστού το μεσημέρι τού Μεγάλου Σαββάτου και διανέμεται στους πιστούς από τον Ορθόδοξο Έλληνα Πατριάρχη Ιεροσολύμων
β) «άκτιστο φως»
εκκλ. ονομασία τής φωτοειδούς ενέργειας τής θείας δόξας, η οποία πηγάζει από τη θεία ουσία και βιώνεται ως πνευματική εμπειρία με την νοερή αίσθηση τών αφιερωμένων στην αδιάλειπτη προσευχή ασκητών
γ) «αόρατο φως»
φυσ. η υπέρυθρη και η υπεριώδης ακτινοβολία, οι οποίες δεν είναι ορατές από το αισθητήριο τής όρασης
δ) «έγχρωμο φως»
φυσ. φως το οποίο λαμβάνεται με τον διαχωρισμό τών επιμέρους ακτινοβολιών με τη βοήθεια ειδικών οπτικών διατάξεων, που επιτρέπουν τη διέλευση, μέσω αυτών, μόνον τών έγχρωμων ακτινοβολιών
ε) «έτος φωτός»
(αστρον.-μετρολ.) μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται κυρίως στην αστρονομία για τη μέτρηση πολύ μεγάλων αποστάσεων, η οποία ορίζεται ως η απόσταση την οποία διανύει το φως στο κενό, σε χρονικό διάστημα ενός έτους
στ) «καμπύλη φωτός»
αστρον. διάγραμμα το οποίο εμφανίζει τις μεταβολές τής λαμπρότητας ενός μεταβλητού, κυρίως, αστέρα με την πάροδο τού χρόνου
ζ) «λευκό φως»
φυσ. το φως που προέρχεται από τον Ήλιο ή εκπέμπεται από ένα σώμα το οποίο έχει θερμανθεί σε θερμοκρασία 6.500 κέλβιν
η) «ψυχρό φως»
(βιολ.-βιοχ.) ο βιοφωσφορισμός, η εκπομπή φωτός που παρατηρείται σε μια σειρά ζώντες οργανισμούς, κυρίως βακτήρια, μύκητες, έντομα, θαλάσσια ασπόνδυλα και ψάρια και που οφείλεται σε χημικές αντιδράσεις κατά τις οποίες η χημική ενέργεια μετατρέπεται άμεσα σε ακτινοβολία σχεδόν 100%, δηλαδή με την παραγωγή ελάχιστης θερμότητας
θ) «τελετή αγίου φωτός»
εκκλ. τελετή που γίνεται στον Πανάγιο Τάφο από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων το μεσημέρι τού Μεγάλου Σαββάτου και η οποία συνίσταται στη μετάδοση τού αναστάσιμου φωτός στους πιστούς με λαμπάδες
ι) «είδε το φως» — έλαβε ύπαρξη, γεννήθηκε
ια) «είδε το φως τής δημοσιότητας» — δημοσιεύθηκε
ιβ) «ήλθε στο [ή σε] φως»
i) ανακαλύφθηκε
ii) αποκαλύφθηκε
ιγ) «[είναι] φως φανάρι»
[είναι] προφανές, ολοφάνερο
ιδ) «είδα φως και ημέρα» — απαλλάχθηκα από τις δυσχέρειες που είχα
ιε) «μάς άλλαξε τα φώτα» — μάς ταλαιπώρησε πολύ, μάς βασάνισε
αρχ.
1. η ανατολή
2. το χρονικό διάστημα τής ημέρας («κατὰ φάος καὶ νύκτας», Ευρ.)
3. η ημέρα («ἀέλπτως νόστιμον βλέπω φάος», Αισχύλ.)
4. φωτιά («φῶς ὁ Θεὸς ἀνῆψεν», Πλάτ.)
5. (ιδίως στον πληθ.) τὰ φάεα
τα μάτια
6. οπή μέσω τής οποίας φωτίζεται ένας χώρος, παράθυρο
7. η περιοχή γύρω από τη θηλή τού μαστού η οποία έχει σκούρο χρώμα
8. (στους Πυθαγορείους) μία από τις κοσμογονικές αρχές
9. αρχέγονη θεότητα
10. μτφ. α) i) χαρά, ευτυχία
ii) σωτηρία
iii) νίκη, δόξα
β) έκλαμψη νου, πνευματική διαύγεια
γ) βίος, ζωή
11. στον πληθ. φωταψία, φωταγωγία
12. φρ. α) «φάος [ή φῶς] βλέπω [ή ὁρῶ ή εἰσορῶ ή προσβλέπω ή λεύσσω]»
i) βλέπω το φως τής ημέρας
ii) μτφ. ζω
β) «εἰς φῶς ἰέναι» — γίνομαι γνωστός (Σοφ.)
γ) «πέμπω τινὰ εἰς φῶς» και «ἀνάγω εἰς φῶς» — φέρνω κάποιον στη ζωή, τόν γεννώ (Αισχύλ.-Αριστοφ.)
δ) «εἰμὶ ἐν φάει» — ζω
ε) «λείπω [ή ἐκλείπω] φάος» — πεθαίνω
στ) «εἰς φάος [ή πρὸς τὸ φῶς] ἀνέρχομαι [ή ἔρχομαι ή ἥκω]» — γεννιέμαι (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φῶς / φάος (< *φάFος) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhā- / *bh(e)ә2-, η οποία έχει διπλή σημ. «λάμπω, φωτίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bha-ti «λάμπει, φωτίζει», bhā-ti «φως», bhas-a- «φως», bhas-ati «λάμπει», βλ. και φαίνω) και «μιλώ, εξηγώ» (βλ. λ. φημί). Ο τ. φῶς, όπως και όλη αυτή η οικογένεια, έχουν σχηματιστεί από ρίζα *bhә2-w- με επίθημα *w / F (πρβλ. πιθ. αρχ. ινδ. vi-bhava- «φωτεινός»), η ύπαρξη τού οποίου επιβεβαιώνεται από τον παμφυλιακό τ. φάβος, το ρ. πι-φαύ-σκω* και το ανθρωπωνύμιο Φάβεννος. Ο αττ. τ. φῶς, που είναι και ο πιο συνηθισμένος, έχει προέλθει, με συναίρεση, από τον τ. φάος (< θ. *φαF-, κατά τα σιγμόληκτα σε -εσ-), εμφανίζει, όμως, στην κλίση του το υστερογενές θ. φωτ-, πιθ. κατ' αναλογία προς τα χρώς, -ωτός, ἔρως, -ωτος κ.ά. Εκτός από τους τ. αυτούς, απαντά και επικ. τ. φόως, ο οποίος οφείλεται σε διέκταση, δηλ. στην παρεμβολή πριν από το φωνήεν -ω- (το προϊόν τής συναίρεσης) τού ταυτόφωνου, αλλά διαφορετικού χρόνου, φωνήεντος -ο- (πρβλ. ὁρόω: ὁρῶ). Αρχικός τ. όλης αυτής τής οικογένειας είναι πιθανότατα ένας ρηματικός τ., ο οποίος απαντά στον τ. φάε τού γ' εν. προσώπου ενός θεματικού αορ. όπως και σε τ. μτχ. σε -φάων / -φῶν (πρβλ. ἀμφι-φάων / ἀμφι-φῶν, καθώς και κύρια όν., λ.χ. Ξενοφῶν, Τηλε-φῶν) και σε -φάεσσα / -φᾶσσα / -φῶσσα / -φάασσα (πρβλ. Εὐρυ-φάεσσα, Τηλε-φᾶσσα, Ἰο-φῶσσα, Τηλε-φάασσα) και στους απλούς τ. φάουσαι και στον τ. τού Ησύχ. φῶντα- λάμποντα, ο οποίος πιθ. πρέπει να γραφεί φάντα, οπότε θα πρέπει να αναχθεί στην απαθή βαθμίδα -φᾱ- τής ρίζας (πρβλ. πε-φή-σεταί, βλ. λ. φαίνω) μέσω ενός αμάρτυρου ενεστ. *φᾱ-μι. Η λ. φάος / φῶς απαντά ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές φαεσ- / φωσ- (πρβλ. φαεσφόρος / φωσφόρος) και, κυρίως, φωτ(ο)σε μεγάλο αριθμό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής (βλ. λ. φωτ[ο]-) και ως β' συνθετικό με τις μορφές -φαής, -φως και -φωτος.
ΠΑΡ. φωτεινός, φωτίζω
αρχ.
φωτικόν, φωτώδης
νεοελλ.
φωτάκι, φωτερός, φωτιά, φωτίκια, φωτόνιο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φωσφόρος
νεοελλ.
φωσγένιο, φωσφαίνιο (για σύνθ. με Α' συνθετικό φωτ[ο]-, βλ. λ. φωτ[ο]-)
(Β' συνθετικό) α) σε -φαής. αρχ. ακροφαής, αμφαής, αμφιφαής, αρτιφαής, αστροφαής, αυξιφαής, αυτοφαής, δυσφαής, εγερσιφαής, επταφαής, ετεροφαής, ευφαής, ηδυφαής, ηλεκτροφαής, ημεροφαής, ημιφαής, κελαινοφαής, κεραυνοφαής, λαμπροφαής, λειψιφαής, λεπτοφαής, λευκοφαής, μελαμφαής, μισοφαής, νυκτι(νυκτο-)φαής, ξανθοφαής, ολιγοφαής, οξυφαής, παμφαής, πασιφαής, περιφαής, πλησιφαής, πρωτοφαής, τηλεφαής, τρισσοφαής, τριφαής, υπερφαής, υψιφαής, φοινικοφαής, χρυσοφαής, ψευδοφαής
β) σε -φως: λυκόφως, σεληνόφως, σκιόφως
αρχ.
αυξησίφως, αυτόφως, άφως, δαμασίφως, εκδικόφως, καλλίφως, λειψίφως, πλησίφως, πνευματόφως, πυρισχησίφως
νεοελλ.
αεριόφως, ηλιόφως, ημίφως
γ) σε -φωτος: αρχ. αυξίφωτος, λειψίφωτος, ληξίφωτος, πλησίφωτος, τρισσόφωτος
νεοελλ.
αλλόφωτος, αμυδρόφωτος, αστερόφωτος, αυτόφωτος, άφωτος, αχνόφωτος, διάφωτος, εξάφωτος, επτάφωτος, ετερόφωτος, ηλιόφωτος, κατάφωτος, ξέφωτος, ολόφωτος, πάμφωτος, πεντάφωτος, πολύφωτος, σεληνόφωτος, σταθερόφωτος, τετράφωτος, τρεμόφωτος, τρίφωτος, φεγγαρόφωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φώς — man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός …   Dictionary of Greek

  • φῶς — φάος light neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες …   Dictionary of Greek

  • άγιο φως — Το φως που ανάβεται στον τάφο του Σωτήρος στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, σε ειδική τελετή τις πρώτες ώρες του Μεγάλου Σαββάτου μετά το μεσημέρι. Από εκει μοιράζεται σε όλους τους προσκυνητές που παραβρίσκονται. Το φως αυτό, που… …   Dictionary of Greek

  • ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… …   Dictionary of Greek

  • Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • φῶτες — φώς man masc nom/voc pl φώς man masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωσί — φώς man masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”